ξέστρωτος

ξέστρωτος
η , ο
1) незастланный; не покрытый, не устланный (коврами и т. п.);

ξέστρωτο κρεββάτι — незастланная постель;

ξέστρωτο τραπέζι — ненакрытый стол;

τό 'χουμε ακόμη ξέστρωτο το σπίτι — наш дом ещё не застлан коврами;

2) невымощенный (о мостовой и т. п.);

ξέστρωτη αυλή — невымощенный двор;

§ ξέστρωτο γαϊδούρι бран. — безмозглый осёл


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ξέστρωτος" в других словарях:

  • ξέστρωτος — η, ο [ξεστρώνω] 1. αυτός που δεν είναι στρωμένος, που δεν έχει στρωθεί, ξεστρωμένος, άστρωτος, χωρίς στρώμα, χωρίς στρωσίδι, χωρίς κάλυμμα 2. (για υποζύγια) αυτός που δεν έχει σαμάρι, ξεσαμάρωτος 3. φρ. «ξέστρωτος γάιδαρος» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

  • ξέστρωτος — η, ο 1. αυτός από τον οποίο αφαιρέθηκε το κάλυμμα, ο ξεστρωμένος. 2. αυτός που δεν είναι στρωμένος, ο άστρωτος: Έχουμε ακόμη ξέστρωτη την αυλή. 3. για ζώο, το ξεσαμάρωτο. 4. για κρεβάτι ή τραπέζι, αυτό που δεν έχει τίποτε επάνω: Το φαγητό είναι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος …   Dictionary of Greek

  • άστρωτος — η, ο (Α ἄστρωτος, ον) [στρωτός] (για υποζύγια) ξέστρωτος, ξεσαμάρωτος νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει στρωθεί, που δεν έχει απλωθεί («χαλί άστρωτο») 2. αυτός που δεν έχει σχηματίσει στρώμα πάνω στη γη («άστρωτο χιόνι») 3. εκείνος που δεν έχει γίνει …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»